τυροβόλι

τυροβόλι
το
καλαθάκι από βρύα, όπου στραγγίζει το πηχτό γάλα προτού να μετατραπεί σε χλωρό τυρί, τάλαρος, τσιμίσκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυροβόλι — το / τυροβόλιον, ΝΜΑ [τυροβόλος] μικρό καλάθι από βρύα που χρησιμοποιούσαν για την αποστράγγιση τού τυροπήγματος νεοελλ. συνεκδ. τυρόπηγμα …   Dictionary of Greek

  • τυροβόλος — ὁ, και τυροβόλον, τὸ, ΜΑ τυροβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”